- τελεσφόρηση
- η / τελεσφόρησις, -ήσεως, ΝΜΑ [τελεσφορῶ]νεοελλ.1. ευόδωση, επιτυχής έκβαση, επιτυχία2. αποτελεσματικότηταμσν.-αρχ.1. το να φέρει ή να έχει κάτι τέλειους, ώριμους καρπούς2. πλήρης ωρίμαση, τέλεια ανάπτυξη.
Dictionary of Greek. 2013.